- ξαναβγαίνω
- (αόρ. ξαναβγήκα) μετ.1) снова выходить; 2) снова вырастать, отрастать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναβγαίνω — 1. βγαίνω πάλι, εξέρχομαι για δεύτερη φορά 2. (για έντυπο) επανεκδίδομαι, κυκλοφορώ εκ νέου … Dictionary of Greek
ανεξέρχομαι — ἀνεξέρχομαι (Α) εξέρχομαι εκ νέου, ξαναβγαίνω … Dictionary of Greek
μεταβγαίνω — και ματαβγαίνω εξέρχομαι για δεύτερη φορά, ξαναβγαίνω … Dictionary of Greek